τελειοδίδακτος

τελειοδίδακτος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει περατώσει τις σπουδές του
2. αυτός που είχε μέτρια επιτυχία στις πανεπιστημιακές εξετάσεις πτυχίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. αυτο-δίδακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”